Λίνα Στερν
Ενώ εργαζόταν στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, η Στερν δημοσίευσε μια σειρά μελετών που αποδεικνύουν την ύπαρξη του αιματο-εγκεφαλικού φραγμού, σε συνεργασία με τον συνάδελφό της Ρεμόν Γκωτιέ. Το 1918, ξεκίνησαν να πραγματοποιούν συστηματικά πειράματα σχετικά με τη μετακίνηση διαφόρων ουσιών από το αίμα στο νευρικό σύστημα και υπολόγισαν το βαθμό στον οποίο αυτές οι ουσίες κατάφεραν να διεισδύσουν στον εγκέφαλο. Από αυτές τις μελέτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ένα εμπόδιο μεταξύ του αίματος και του εγκεφάλου, το οποίο ονόμασαν στα γαλλικά "barrière hématoencéphalique". Σε μία μελέτη της το 1934, η Στερν εισήγαγε τις έννοιες επιλεκτικότητας και αντίστασης του φράγματος. Η ίδια συνειδητοποίησε ότι ο αιματο-εγκεφαλικός φραγμός επιτρέπει επιλεκτικά ποιες ουσίες θα εισέλθουν στον εγκέφαλο, περιορίζοντας ταυτόχρονα τη μετακίνηση κάποιων ουσιών από το αίμα στο εσωτερικό του εγκεφάλου. Σήμερα, οι δύο παραπάνω διαδικασίες αναγνωρίζονται ως οι κυριότερες λειτουργίες του αιματοεγκεφαλικού φραγμού.