Μαρκ Ρόθκο
Σπούδασε Ζωγραφική στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και στη συνέχεια έγινε ένας από τους “Δέκα” (“The Ten”), μία ομάδα φιλόδοξων νέων καλλιτεχνών που θέλησαν να προωθήσουν την αφηρημένη τέχνη στην Αμερική. Ο Μαρκ πάντα αντιστεκόταν να εξηγήσει το νόημα του έργου του. “Η σιωπή είναι τόσο ακριβής”, δήλωσε, φοβούμενος ότι οι λέξεις απλά θα παρέλυαν το μυαλό και τη φαντασία του θεατή. Το 1954, ο Ρόθκο άρχισε να ζωγραφίζει σε πολύ μεγάλους καμβάδες, “ώστε η πρώτη επαφή να είναι σε κοντινή απόσταση και η πρώτη εμπειρία να βιώνεται μέσα από την εικόνα”, όπως είχε πει. Πάσχοντας από κατάθλιψη και αντιμετωπίζοντας διάφορα προβλήματα υγείας, αυτοκτόνησε στις 25 Φεβρουαρίου του 1970. Την εποχή εκείνη, αναγνωρίστηκε ευρέως στο κοινό για το σημαντικό ρόλο του στην ανάπτυξης της μη αντιπροσωπευτικής τέχνης. Κατά τη διάρκεια μίας καριέρας που κράτησε πέντε δεκαετίες, δημιούργησε μία νέα και παθιασμένη μορφή αφηρημένης τέχνης. Το έργο του χαρακτηρίζεται από σχολαστικότητα στα επίσημα στοιχεία ζωγραφικής, όπως το χρώμα, το σχήμα, η ισορροπία, το βάθος, η σύνθεση και η κλίμακα. Παρόλα αυτά, ο ίδιος αρνιόταν να εξετάζει τους πίνακές του μόνο υπό αυτό το πρίσμα. Το 1957, του ανατέθηκε να φτιάξει μία σειρά πινάκων για ένα πολύ ακριβό εστιατόριο στη Νέα Υόρκη. Το πρόβλημα ήταν ότι ο Ρόθκο δεν ήθελε τις δημιουργίες του να εκτίθονται εκεί που συχνά έτρωγαν κοσμικοί. Αντιθέτως, θεώρησε ενδιαφέρον να δει αν θα μπορούσε να φτιάξει πίνακες τόσο καταπιεστικούς και σκοτεινούς που θα έκαναν τον κόσμο να σταματήσει το γεύμα του! Έτσι, δημιούργησε μία σειρά από ιδιαίτερα σκούρες και μαύρες δημιουργίες, τις οποίες όμως αποφάσισε να μη δώσει στο εστιατόριο, αλλά να τις δωρίσει στην Γκαλερί Τate στο Λονδίνο. Τα έργα αυτά αποτελούν τη γνωστή σειρά πινάκων Seagram Mural.