Μαντάμ ντυ Μπαρί
Η Ζαν Μπεκύ γεννήθηκε στη Γαλλία στις 19 Αυγούστου του 1743. Ήταν νόθα κόρη της μοδίστρας Ανν Μπεκύ, ενώ ο πατέρας της πιθανολογείται πως ήταν ο μοναχός Ζαν Ζακ Γκομάρ. Όταν τελείωσε το σχολείο, ξεκίνησε να ασκεί διάφορα επαγγέλματα. Την περίοδο που εργαζόταν ως βοηθός καπελά σε ένα κατάστημα ειδών ραπτικής, γνώρισε τον Ζαν ντυ Μπαρί, προαγωγό της υψηλής τάξης.
Η Ζαν Μπεκύ έγινε ερωμένη του, μπαίνοντας γρήγορα στους υψηλότερους κύκλους της παρισινής κοινωνίας και μαγεύοντας πολλούς άνδρες με την ομορφιά της. Το 1768, ο Βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΕ’ έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη Μπεκύ, κανονίζοντας έτσι μία συνάντηση μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση, η Ζαν Μπεκύ δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «έντιτλη μαιτρέσα», καθώς ήταν απαραίτητο να παντρευτεί έναν ευγενή. Το ζήτημα αυτό λύθηκε πολύ σύντομα, όταν ο Ζαν ντυ Μπαρί κανόνισε έναν ονομαστικό γάμο μεταξύ της νεαρής και του αδελφού του, με τη Μπεκύ να μετακομίζει αμέσως στο βασιλικό κοιτώνα. Ο Βασιλιάς ήταν τόσο ερωτευμένος με τη Ζαν, που διέταξε να φτιαχτεί ένα διαμαντένιο κολιέ, αξίας περίπου δύο εκατομμυρίων λιρών, αποκλειστικά γι’ αυτήν.
Η Μαντάμ ντυ Μπαρί ήταν επίσης λάτρης των τεχνών και μεγάλη πηγή έμπνευσης για πολλούς ζωγράφους και τεχνίτες.
Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, η Μαντάμ ντυ Μπάρι θεωρήθηκε ύποπτη στο ότι βοήθησε οικονομικά τους μετανάστες που είχαν εγκαταλείψει τη Γαλλική Επανάσταση. Καταδικάστηκε σε θάνατο από το Επαναστατικό Δικαστήριο του Παρισιού και τελικά αποκεφαλίστηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1793. Τα τελευταία της λόγια προς τον εκτελεστή λέγεται ότι ήταν τα εξής: «Δώσε μου ακόμη μια στιγμή, κύριε Εκτελεστή, σε ικετεύω!»